ζευκτός

ζευκτός
και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < *ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζευκτός — yoked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτός — ή, ό 1. που μπορεί να ζευχτεί. 2. ο ζεμένος, ο συνδεμένος, ο συναρμοσμένος. 3. το ουδ. ως ουσ., ζευκτό ο τριγωνικός σκελετός της στέγης, που είναι διαμορφωμένος από συναρμογή ξύλων (ψαλιδιών) ή μετάλλινων υλικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζευκτά — ζευκτός yoked neut nom/voc/acc pl ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc/acc dual ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτῶν — ζευκτός yoked fem gen pl ζευκτός yoked masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτόν — ζευκτός yoked masc acc sg ζευκτός yoked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτοῖς — ζευκτός yoked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτοί — ζευκτός yoked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτοῦ — ζευκτός yoked masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτῷ — ζευκτός yoked masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόζευκτος — θεόζευκτος, ον (AM) αυτός που ενώθηκε, που συνδέθηκε από τον θεό («τὸ ζεῡγος τό θεόζευκτον», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, νεό ζευκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”